- ερυτήρ
- ἐρυτήρ, -ῆρος ὁ (Α)[ερύω]αντικείμενο που τραβάει κάτι προς τα πάνω ή προς τα έξω («ἐρυτῆρα φάρυγγος» — λεπτό τεμάχιο παπύρου που τοποθετείται στον φάρυγγα για πρόκληση εμετού, Νίκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρυτήρ — that which draws up masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυτῆρα — ἐρυτήρ that which draws up masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυτῆρες — ἐρυτήρ that which draws up masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek